- δαμάκι
- το (Μ δαμάκιν)Ι. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτινεοελλ.τμήμα αγρού σε πλαγιά λόφου που έχει ισοπεδωθείII. (ως επίρρ.) δαμάκι (Μ δαμάκιν)λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. επίρρ.) δαμί(ν) «λίγο, λιγάκι» + (κατάλ.) -άκι(ν)].
Dictionary of Greek. 2013.