δαμάκι

δαμάκι
το (Μ δαμάκιν)
Ι. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι
νεοελλ.
τμήμα αγρού σε πλαγιά λόφου που έχει ισοπεδωθεί
II. (ως επίρρ.) δαμάκι (Μ δαμάκιν)
λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. επίρρ.) δαμί(ν) «λίγο, λιγάκι» + (κατάλ.) -άκι(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκάλωμα — Πεδινός οικισμός (360 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * το, ΝΜΑ νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”